κρατεροφόρος

κρατεροφόρος
κρᾰτερο-φόρος· γενναῖος, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κρατεροφόρος — κρατεροφόρος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) γενναίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρατερός + φόρος (< φέρω), πρβλ. θερμο φόρος, ιερο φόρος] …   Dictionary of Greek

  • κρατερός — I (; – 321 π.Χ.). Μακεδόνας στρατηγός. Αφού διέπρεψε ως διοικητής μονάδων στις μάχες του Γρανικού (334 π.Χ.) και της Ισσού (333), στην πολιορκία της Τύρου (332), στη μάχη των Γαυγαμήλων (331) και στην εισβολή στην Υρκανία (330), έγινε ο πιο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”